αποτμος

αποτμος
    ἄποτμος
    ἄ-ποτμος
    2
    несчастный, злополучный Hom., Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποτμος" в других словарях:

  • άποτμος — ἄποτμος, ον (Α) [πότμος] άτυχος, κοκότυχος …   Dictionary of Greek

  • ἄποτμος — unhappy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποτμον — ἄποτμος unhappy masc/fem acc sg ἄποτμος unhappy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτμότατος — ἄποτμος unhappy masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτμότερος — ἄποτμος unhappy masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότμου — ἄποτμος unhappy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάποτμος — πανάποτμος, ον (Α) δυστυχέστατος, ατυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄποτμος «δυστυχής»] …   Dictionary of Greek

  • τρισάποτμος — ον, Α πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»